Σε περιπτώσεις που το σπερματοζωάριο αδυνατεί να γονιμοποιήσει το ωάριο μόνο του (όπως περιγράφεται προηγούμενα), εφαρμόζεται η μικρογονιμοποίηση που σημαίνει ενδοωαριακή έγχυση σπερματοζωαρίου (ICSI, intra-cytoplasmic sperm injection).
Ο εμβρυολόγος επεμβαίνει με μικροχειρισμό και με τη βοήθεια ειδικού εξοπλισμού τοποθετεί ένα σπερματοζωάριο μέσα σε κάθε ωάριο.
Η μέθοδος εφαρμόζεται διεθνώς με επιτυχία από το 1992 και είναι κατανοητό ότι παρακάμπτει σχεδόν στο σύνολό τους τα αίτια υπογονιμότητας που σχετίζονται με τον άνδρα.
Χάρη στη μικρογονιμοποίηση μπορούν να γίνουν πατέρες άνδρες με σοβαρά προβλήματα στην ποιότητα του σπέρματος (μειωμένος αριθμός, χαμηλή κινητικότητα, πτωχή μορφολογία, ή προβλήματα εκσπερμάτισης), που στο πρόσφατο παρελθόν δεν είχαν καμία τέτοια ελπίδα.
Πρακτικά, χρειάζεται μόνον ένα κινητό σπερματοζωάριο ανά ώριμο ωάριο.
Μέχρι σήμερα, από χιλιάδες παιδιά που έχουν γεννηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υπάρχει ένδειξη ότι η μικρογονιμοποίηση δημιουργεί κινδύνους για την ποιότητα των εμβρύων και για την υγεία των παιδιών (πρόσφατη μεγάλη επιδημιολογική μελέτη από το Βέλγιο).
Αν εξαιρέσει κανείς τον τρόπο γονιμοποίησης, η διαδικασία είναι ίδια ακριβώς με την κλασική μέθοδο τόσο για τη γυναίκα όσο και τον άνδρα.
Πότε ενδείκνυται;
Η μικρογονιμοποίηση επινοήθηκε και εφαρμόζεται κυρίως για τη θεραπεία της υπογονιμότητας ανδρικής αιτιολογίας. Οι ενδείξεις για ICSI είναι οι εξής:
- Βαριά ολιγοασθενοσπερμία (το ακριβές όριο αριθμού, κινητικότητας, μορφολογίας των σπερματοζωαρίων ποικίλλει ανάλογα με τις μελέτες).
- Παντελής απουσία σπερματοζωαρίων (αζωοσπερμία).
- Απουσία ακροσώματος (μια σπάνια πάθηση που ονομάζεται γλοβοζωοσπερμία).
- Εκτεταμένη συγκόλληση των σπερματοζωαρίων.
- Προηγούμενη αποτυχία γονιμοποίησης με φαινομενικά φυσιολογικό σπέρμα.