Η παρουσία ξένων σωμάτων στη μήτρα είναι αντίστοιχη με αυτήν των ενδομητρικών αντισυλληπτικών σπειραμάτων.
Οι ουλές του ενδομητρίου και το ατροφικό, λεπτό ενδομήτριο είναι συνήθως αποτέλεσμα τραυματικής απόξεσης του ενδομητρίου και σχετίζονται με μειωμένη υποδεκτικότητα στην εμφύτευση της βλαστοκύστης.
Η παθολογία του ισθμού και του ενδοτραχήλου μπορεί να συνδέεται με υπογονιμότητα. Η απόφραξη δημιουργεί μηχανικό παράγοντα υπογονιμότητας, ενώ οι ουλές, οι στενώσεις, οι έγκλειστες κύστεις (που είναι συνήθως αποτελέσματα τραυματικών επεμβάσεων) συνδέονται με την παραγωγή και τη σύσταση της τραχηλικής βλέννας.
Η διάγνωση των παθολογικών καταστάσεων της μήτρας, μπορεί να γίνει με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω μεθόδους: υστεροσαλπιγγογραφία, υστεροσκόπηση, διακολπικό υπερηχογράφημα, υπερηχοϋστερογραφία, ιστορικό, γυναικολογική εξέταση, βιοψία-καλλιέργεια ενδομητρίου. Κύρια διαγνωστικά εργαλεία για την εκτίμηση του μητριαίου παράγοντα αποτελούν η υστεροσαλπιγγογραφία και η υστεροσκόπηση. Η υστεροσκόπηση υπερτερεί της υστεροσαλπιγγογραφίας σε ευαισθησία και εξειδίκευση στην υπογονιμότητα και στις καθ’ έξιν αποβολές.
Ως απόλυτες ενδείξεις υστεροσκόπησης προβάλλουν τα ευρήματα στην υστεροσαλπιγγογραφία ή στο κολπικό υπερηχογράφημα που αφορούν: α) συμφύσεις, παρουσία ενδομητρικού πολύποδα, συγγενή ανωμαλία, παρουσία υποβλεννογονίου ινομυώματος, β) καθ’ έξιν αποβολές, γ) ιστορικό υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη ενδομητρικών συμφύσεων (μαιευτική απόξεση, τεχνητή διακοπή κύησης, επεμβάσεις στην κοιλότητα της μήτρας, βαριά μορφή ενδομητρίτιδας), δ) αποτυχία εμφύτευσης ζυγώτη ύστερα από δύο συνεχείς κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης.