Οι παθολογικές καταστάσεις της μήτρας δεν αποτελούν βέβαιο και αποκλειστικό παράγοντα υπογονιμότητας. Το ποσοστό συμμετοχής του μητριαίου παράγοντα στην υπογονιμότητα δεν μπορεί να υπολογισθεί με ακρίβεια, διότι αφ’ ενός δεν υπάρχουν ακριβείς στατιστικές, και αφ’ ετέρου διότι πολλές από αυτές τις παθήσεις δεν παρεμποδίζουν τη σύλληψη, μπορεί όμως να διαταράξουν την ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι παθολογία της ενδομητρικής κοιλότητας υπάρχει στο 10-62% των υπογόνιμων γυναικών.
Οι παθολογικές καταστάσεις της μήτρας που συνδέονται με υπογονιμότητα περιλαμβάνουν: συγγενείς ανωμαλίες, συμφύσεις, ενδομητρικούς πολύποδες, υποβλεννογόνια ινομυώματα, ενδομητρίτιδα, οστική μετάπλαση, παθολογία ισθμού και ενδοτραχήλου, παρουσία ξένων σωμάτων, ουλές του ενδομητρίου. Η διάγνωση των παθολογικών καταστάσεων της μήτρας, μπορεί να γίνει με μία ή περισσότερες από τις παρακάτω μεθόδους: υστεροσαλπιγγογραφία, υστεροσκόπηση, διακολπικό υπερηχογράφημα, υπερηχοϋστερογραφία, ιστορικό, γυναικολογική εξέταση, βιοψία-καλλιέργεια ενδομητρίου.
Κύρια διαγνωστικά εργαλεία για την εκτίμηση του μητριαίου παράγοντα αποτελούν η υστεροσαλπιγγογραφία και η υστεροσκόπηση. Η υστεροσκόπηση υπερτερεί της υστεροσαλπιγγογραφίας σε ευαισθησία και εξειδίκευση στην υπογονιμότητα και στις καθ’ έξιν αποβολές (Taylor, 1991). Ως απόλυτες ενδείξεις υστεροσκόπησης προβάλλουν:
- τα ευρήματα στην υστεροσαλπιγγογραφία ή στο κολπικό υπερηχογράφημα που αφορούν: συμφύσεις, παρουσία ενδομητρικού πολύποδα, συγγενή ανωμαλία, παρουσία υποβλεννογονίου ινομυώματος,
- καθ’ έξιν αποβολές,
- ιστορικό υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη ενδομητρικών συμφύσεων (μαιευτική απόξεση, τεχνητή διακοπή κυήσεως, επεμβάσεις στην κοιλότητα της μήτρας, βαριά μορφή ενδομητρίτιδας),
- αποτυχία εμφύτευσης ζυγώτου ύστερα από δύο συνεχείς κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης.