Η ωοθηκική ενδομητρίωση αποτελεί το 50-70% όλων των περιπτώσεων ενδομητρίωσης (Sampson, 1921). Οι επιφανειακές βλάβες της ωοθήκης ομοιάζουν με τις αντίστοιχες της περιτοναϊκής ενδομητρίωσης. Η ωοθηκική ενδομητρίωση συνήθως λαμβάνει κυστική μορφή και είναι γνωστή ως ενδομητρίωμα.
Τα ενδομητριώματα που είναι γνωστά και σαν σοκολατοειδείς κύστεις έχουν συνήθως διάμετρο 1-6 cm αλλά έχουν αναφερθεί κύστεις διαμέτρου μέχρι και 25 cm. Η μικρή αιμορραγία του έκτοπου ενδομητρίου δημιουργεί στις ωοθήκες κυστικές διογκώσεις με αιμορραγικό περιεχόμενο, που στη συνέχεια γίνεται καφέ ή μαύρο (σοκολατοειδείς κύστεις).
Η ιστολογική τεκμηρίωση των ενδομητριωμάτων της ωοθήκης συνίσταται στην ανεύρεση λειτουργικών αδένων και στρώματος. Τα ιστολογικά ευρήματα των ενδομητριωσικών κύστεων μπορεί να ποικίλλουν, ακόμη και σε διαφορετικά τμήματα της ίδιας κύστης. Συνήθη ευρήματα αποτελούν στοιχεία από την θήκη του ωχρού σωματίου και επιθηλιακοί ιστοί της ωοθήκης. Σε ιστολογικό έλεγχο σοκολατοειδών κύστεων επιβεβαιώνεται ενδομητρίωση στο 61% των περιπτώσεων (Martin et al., 1990), ενώ στο 27% βρέθηκε ωχρό σωμάτιο και στο 12% παρατηρήθηκαν μη ειδικά ιστολογικά ευρήματα.
Ταξινόμηση σοκολατοειδών κύστεων
Οι (Nezhat et al., 1992) κατέταξαν τις σοκολατοειδείς κύστεις με βάση τη λαπαροσκοπική εμφάνιση, το περιεχόμενο της κύστης και την ευκολία της αφαίρεσής της από τον ωοθηκικό ιστό. Τα ιστολογικά ευρήματα στα οποία στηρίζεται η κατάταξη αυτή αφορούν βεβαίως την ανεύρεση ενδομητρικών αδένων και στρώματος. Έτσι διακρίνονται δύο τύποι:
- ο τύπος Ι (πρωτογενή ενδομητριώματα): είναι τα αληθή ενδομητριώματα και έχουν ίδια προέλευση με την περιτοναϊκή ενδομητρίωση,
- ο τύπος ΙΙ (δευτερογενή ενδομητριώματα): είναι κύστεις ωοθυλακίου ή ωχρού σωματίου και διηθούνται από ενδομητριωσικά εμφυτεύματα ή από πρωτογενή ενδομητριώματα.
Τα πρωτογενή ενδομητριώματα είναι συνήθως μικρότερα των 3 cm, περιέχουν παχύρρευστο σοκολατοειδές περιεχόμενο και η αποκόλλησή τους από τον ωοθηκικό ιστό είναι εξαιρετικά δύσκολη έως αδύνατη, διότι συνδέονται στερεά με τον υποκείμενο ωοθηκικό ιστό. Δεν υπάρχει χειρουργικό “πλάνο” διαχωρισμού (cleavage plane) από τον ωοθηκικό ιστό. Ιστολογικώς, οι κύστεις καλύπτονται από ενδομητρικό επιθήλιο με αδένες και στρώμα.
Τα δευτερογενή ενδομητριώματα (σοκολατοειδείς κύστεις) χωρίζονται σε τρεις τύπους ΙΙΑ,ΙΙΒ,ΙΙC. Είναι κύστεις μεγαλύτερου μεγέθους από τα πρωτογενή ενδομητριώματα (3-20 cm). Το περιεχόμενό τους ποικίλλει από αιμορραγικό έως παχύρρευστο σοκολατοειδές.
Ο τύπος ΙΙΑ (διάμετρος 2-6 cm) περιλαμβάνει συνήθως αιμορραγικές κύστεις ωχρού σωματίου ή ωοθυλακίου που παρουσιάζουν επιφανειακή διήθηση από ενδομητριωσικά εμφυτεύματα. Είναι οι σοκολατοειδείς κύστεις που αποκολλώνται εύκολα από τον ωοθηκικό ιστό. Ιστολογικώς δεν τεκμηριώνεται ενδομητρίωση.
Ο τύπος ΙΙΒ (διάμετρος 3-12 cm) περιλαμβάνει σοκολατοειδείς κύστεις που αποκολλώνται σχετικώς εύκολα, εκτός από την περιοχή που η κύστη διηθείται από ενδομητρίωση και αποκολλάται δύσκολα από τον ωοθηκικό ιστό. Ιστολογικώς παριστούν λειτουργικές κύστεις κυρίως ωχρού σωματίου, οι οποίες στις θέσεις διήθησης εμφανίζουν ενδομητριωσικά χαρακτηριστικά με παρουσία αδένων και στρώματος.
Ο τύπος ΙΙC (διάμετρος 3-20 cm) περιλαμβάνει σοκολατοειδείς κύστεις που αποκολλώνται δύσκολα από τον ωοθηκικό ιστό. Διαφέρουν από τον τύπο ΙΙΒ διότι τα ενδομητριωσικά εμφυτεύματα διηθούν το τοίχωμα της κύστης σε πολλά σημεία και πολύ βαθιά, με συνέπεια τη δημιουργία στερρών συμφύσεων και έλλειψη χειρουργικού πλάνου διαχωρισμού με τον υποκείμενο ωοθηκικό ιστό. Συνήθως συμφύονται με το οπίσθιο τοίχωμα της μήτρας και το πλάγιο πυελικό τοίχωμα. Ιστολογικώς εμφανίζουν χαρακτηριστικά ενδομητρίωσης με αδένες και στρώμα.