Η λαπαροσκοπική διάγνωση της περιτοναϊκής ενδομητρίωσης γίνεται συνήθως με την παρατήρηση των τυπικών μαύρων ή κυανών βλαβών. Υπάρχει όμως και σημαντικός αριθμός άτυπων εμφανίσεων της περιτοναϊκής ενδομητρίωσης, που τεκμηριώθηκαν ιστολογικά και περιγράφηκαν το 1986 (Donnez, Jansen, Russell). Η αναγνώριση των άτυπων βλαβών αύξησε το ποσοστό διάγνωσης της ενδομητρίωσης από το 15% το 1986 στο 65% το 1988 σύμφωνα με τους προηγούμενους ερευνητές.
Ο έκτοπος ενδομητρικός ιστός συμπεριφέρεται όπως και το φυσιολογικό ενδομήτριο κατά την έμμηνο ρύση, με την εκδήλωση μικρής αιμορραγίας. Στο περιτόναιο, το έκτοπο ενδομήτριο δημιουργεί χαρακτηριστικές βλάβες που αναγνωρίζονται ως τυπικές ή άτυπες. Οι τυπικές μαύρες βλάβες προέρχονται από αιμορραγία του ιστού και εγκύστωση του αίματος. Ιστολογικώς αποτελούνται από αδένες, στρώμα και ενδοαυλικά κατάλοιπα.
Διαδικασία δημιουργίας περιτοναϊκών βλαβών
Η μακροσκοπική λαπαροσκοπική εμφάνιση του έκτοπου ενδομητρίου εξαρτάται από τη χρονική διάρκεια που μεσολάβησε από την έναρξη της εγκατάστασης της βλάβης. Η αρχική εμφάνιση μετά την εμφύτευση είναι η αλλαγή του χρώματος του περιτοναίου στο σημείο της βλάβης, που οφείλεται σε εναπόθεση αιμοσιδηρίνης. Αρχικά αυτές οι βλάβες δείχνουν αιμορραγικές, αλλά στη συνέχεια η ενεργός ενδομητρική εμφύτευση δημιουργεί μια φλεγμονώδη αντίδραση, η οποία εσωκλείει τα εμφυτεύματα. Η παρουσία παγιδευμένης εμμήνου ρύσεως ευθύνεται για την τυπική μαύρη εμφάνιση. Με την εξάλειψη της φλεγμονώδους εξεργασίας, η αλλαγή του χρώματος του περιτοναίου αντικαθίσταται από μια λευκή πλάκα κολλαγόνου που απομένει στη θέση της έκτοπης εμφύτευσης. Επιπρόσθετα, στην προσπάθεια του οργανισμού για εγκόλπωση της εμφύτευσης δημιουργείται ουλή, η οποία μπορεί να παραμορφώσει το περιτόναιο ή να καταλήξει στην ανάπτυξη συμφύσεων.
Άτυπες βλάβες
Μερικές φορές, οι άτυπες βλάβες αποτελούν τα μόνα λαπαροσκοπικά ευρήματα. Οι άτυπες βλάβες είναι οι πιο συχνές και μπορεί να είναι πιο ενεργείς από τις τυπικές μαύρες βλάβες. Ανάλογα με το χρώμα που εμφανίζουν, οι άτυπες βλάβες διακρίνονται σε ερυθρές και λευκές.Στις ερυθρές περιλαμβάνονται:
- οι ερυθρές φλύκταινες, (Jansen RPS & Russell P., 1986),
- οι αδενικές εκβλαστήσεις, (Jansen RPS & Russell P., 1986),
- οι πετέχειες περιτοναίου, (Donnez J. & Nisolle M., 1988),
- οι περιοχές με υπεραγγείωση, (Donnez J. & Nisolle M., 1988).
Στις λευκές βλάβες περιλαμβάνονται:
- οι λευκές αδιαφανείς, (Jansen RPS & Russell P., 1986),
- οι υποωοθηκικές συμφύσεις, (Jansen RPS & Russell P., 1986),
- οι καφέ-ω-λαι περιτοναϊκές περιοχές, (Jansen RPS & Russell P., 1986),
- τα κυκλικά περιτοναϊκά ελλείμματα, (Chatman D.L., 1981).
Οι μαύρες μορφές αποτελούν τις γνωστές τυπικές βλάβες. Η παρουσία παγιδευμένης εμμήνου ρύσεως είναι αυτή που προσδίδει την τυπική μαύρη εμφάνιση.
Ιστολογικά ευρήματα
Στις τυπικές βλάβες βρέθηκαν αδένες και στρώμα (που είναι χαρακτηριστικά ιστολογικά ευρήματα ενδομητρίωσης) στο 76% των περιπτώσεων. Στις άτυπες βλάβες, επιβεβαιώθηκε (Jansen & Russell 1986) ενδομητρίωση στο 81% των λευκών αδιαφανών βλαβών, στο 81% των ερυθρών φλυκταινών, στο 67% των αδενικών εκβλαστήσεων, στο 50% των ωοθηκικών συμφύσεων, στο 47% των καφέ-ω-λαι περιοχών και στο 45% των περιτοναϊκών ελλειμμάτων. Αδένες και στρώμα βρέθηκαν (Donnez et al., 2001) σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% των άτυπων βλαβών. Επίσης ελήφθησαν βιοψίες από φυσιολογικό περιτόναιο, χωρίς εμφανείς τυπικές ή άτυπες βλάβες, σε γυναίκες που υπεβλήθησαν σε λαπαροσκόπηση για διερεύνηση της υπογονιμότητας. Η ιστολογική εξέταση απεκάλυψε παρουσία ενδομητρικού ιστού σε ποσοστό από 6-25% (Nisolle M. et al 1989).Συμπερασματικά, οι ερυθρές βλάβες αποτελούν αρχόμενη ενεργό ενδομητρίωση, οι μαύρες προχωρημένη, ενώ οι λευκές πιστεύεται ότι είναι αποθεραπευθείσα ενδομητρίωση ή λανθάνουσα βλάβη.Πάντως η κλινική σημασία των άτυπων βλαβών παρά την ιστολογική τεκμηρίωση δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη και ορισμένοι εντάσσουν την ελαφρά και μέτρια ενδομητρίωση στην ανεξήγητη υπογονιμότητα.