Η λαπαροσκοπική αφαίρεση ινομυωμάτων της μήτρας πρέπει να εκτελείται σε επιλεγμένες περιπτώσεις που αφορούν κυρίως τα υπορρογόνια και ενδοτοιχωματικά ινομυώματα. Η επέμβαση διενεργείται με συγκεκριμένα κριτήρια. Οι ενδείξεις για λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας καθώς αναγνωρίζονται τα πλεονεκτήματα έναντι της παραδοσιακής λαπαροτομίας.
Τα ινομυώματα αποτελούν κατά κανόνα καλοήθεις όγκους της μήτρας και εμφανίζονται στην αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας σε ποσοστό μεγαλύτερο του 20%. Μπορεί να είναι μονήρη ή πολλαπλά, ενώ το μέγεθός τους ποικίλλει από λίγα χιλιοστόμετρα μέχρι πολλά εκατοστόμετρα. Ανάλογα με τη θέση εντόπισής τους διακρίνονται σε ενδοτοιχωματικά, υπορρογόνια και υποβλεννογόνια, με μίσχο ή χωρίς.
Ο αριθμός, το μέγεθος, το σημείο εντόπισης, η ποσοστιαία σχέση με το τοίχωμα, η απουσία προβολής τους στην κοιλότητα της μήτρας, και η απουσία εκφύλισης είναι μερικά από τα κριτήρια για τη λαπαροσκοπική αφαίρεσή τους. Τα μισχωτά και τα υπορρογόνια ινομυώματα αφαιρούνται εύκολα λαπαροσκοπικώς. Τα πολύ μεγάλα, τα πολλαπλά, τα ινομυώματα που βρίσκονται σε δύσκολη ανατομική θέση ή εντοπίζονται πλησίον μεγάλων αγγείων, του ουρητήρα, της σάλπιγγας και αυτά που λόγω μεγέθους καταλαμβάνουν τον ορογόνο και το τοίχωμα και προβάλλουν στην κοιλότητα, περιορίζουν σημαντικά την εφαρμογή της λαπαροσκοπικής χειρουργικής. Στα ενδοσυνδεσμικά (εξωπεριτοναϊκά) ινομυώματα είναι απαραίτητη η μεγάλη εμπειρία του χειρουργού. Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα αντιμετωπίζονται με υστεροσκοπική χειρουργική. Στα υπόλοιπα, δηλαδή ενδοτοιχωματικά και υπορρογόνια ινομυώματα, που αποτελούν και την πλειονότητα, η εφαρμογή της λαπαροσκοπικής χειρουργικής έχει άριστα αποτελέσματα, με τα γνωστά πλεονεκτήματά της.Η σχολαστική προεγχειρητική εκτίμηση είναι αναγκαία για την αυστηρή επιλογή των ασθενών που μπορούν να υποβληθούν σε λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή. Και τούτο διότι με τη λαπαροσκοπική προσέγγιση είναι αδύνατον να ψηλαφηθεί πλήρως το τοίχωμα της μήτρας. Ο προεγχειρητικός έλεγχος περιλαμβάνει κοιλιακό και διακολπικό υπερηχογράφημα, εκτίμηση της ενδομητρικής κοιλότητας με υστεροσκόπηση ή υστεροσαλπιγγογραφία και γενική εξέταση αίματος με προσδιορισμό του αιματοκρίτη. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος περιλαμβάνει τη μέτρηση των διαστάσεων της μήτρας, τον αριθμό, το μέγεθος και την εντόπιση των ινομυωμάτων (στο πρόσθιο ή στο οπίσθιο τοίχωμα, ή στον πυθμένα της μήτρας) και τον χαρακτηρισμό τους σε ενδοτοιχωματικά, υπορρογόνια ή μισχωτά.Επίσης, εξαιρετικά χρήσιμη είναι η μέτρηση της απόστασης μεταξύ του ινομυώματος και του ενδομητρίου, καθώς επίσης και ο αποκλεισμός του αδενομυώματος, το οποίο αποτελεί διαφορετική παθολογοανατομική οντότητα. Το αδενομύωμα είναι δύσκολο να διαχωρισθεί από το μυομήτριο και η λαπαροσκοπική προσέγγισή του δεν ενδείκνυται. Η διάγνωση του αδενομυώματος είναι κυρίως παθολογοανατομική, αλλά μπορεί να γίνει επίσης με υπερηχογράφημα, έγχρωμο Doppler ή και μαγνητική τομογραφία (MRI).Η υστεροσαλπιγγογραφία είναι χρήσιμη για εκτίμηση του μεγέθους της κοιλότητας της μήτρας και της διαβατότητας των σαλπίγγων σε περιπτώσεις υπογονιμότητας. Ο βασικός ορμονικός έλεγχος (FSH, LH, PRL, Ε2, TSH την 3η ημέρα του κύκλου) για προσδιορισμό της βιολογικής ηλικίας των ωοθηκών και η εξέταση σπέρματος συμπληρώνουν τον έλεγχο σε περιπτώσεις υπογονιμότητας. Διεθνώς οι ενδείξεις λαπαροσκοπικής χειρουργικής έχουν σχέση με τον αριθμό, το μέγεθος, την εντόπιση και τον τύπο των ινομυωμάτων. Έτσι, μια μετανάλυση δημοσιευμένων μελετών προσδιορίζει ως μέγιστη διάμετρο τα 5 cm περίπου και ως μέγιστο αριθμό τα 2 ινομυώματα ανά ασθενή.Η άποψη του J. Dubuisson, ενός από τους πλέον εξειδικευμένους στη λαπαροσκοπική χειρουργική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων, είναι ότι δεν πρέπει να εκτελείται λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή, είτε εάν στον υπερηχογραφικό έλεγχο διαπιστωθούν περισσότερα από 2-3 ινομυώματα, είτε εάν η διάμετρος του ινομυώματος υπερβαίνει τα 8-10 cm.Η θέση του ινομυώματος μπορεί να προκαλέσει δυσκολίες. Η παρουσία τοιχωματικού ινομυώματος διαμέτρου 4-7 cm που προβάλλει στη κοιλότητα της μήτρας, προκαλεί ερωτηματικά για τη λαπαροσκοπική εξαίρεσή του.
Από τεχνική άποψη, πραγματοποιείται τομή ύπερθεν του ινομυώματος με laser CO2 και η αφαίρεση εκτελείται σύμφωνα με τις αρχές της μικροχειρουργικής. Το ινομύωμα αφαιρείται από την κάψα του, διότι έτσι αποφεύγεται η απώλεια αίματος. Η κοιλότητα συρράπτεται με ενδοσκοπικά ράμματα. Η αφαίρεση του ινομυώματος γίνεται μετά τον τεμαχισμό του από ειδικό λαπαροσκοπικό εργαλείο (morsellator). H επέμβαση τελειώνει με προσεκτική έκπλυση της περιτοναϊκής κοιλότητας με φυσιολογικό ορό.
Δείτε ακόμη:Αίτια υπογονιμότητας » Τα ινομυώματα της μήτρας και Υστεροσκόπηση – Λαπαροσκόπηση » Υποβλεννογόνια ινομυώματα